- μεσαίτατος
- μεσαίτατος, -άτη, -ον (ΑM, Μ και μέσιος, -ία, -ον)υπερθ. τού μέσοςμσν.το ουδ. ως ουσ. τὸ μεσαίτατοντο μέσο ακριβώς.[ΕΤΥΜΟΛ. < μέσος (για τη μορφή μεσαι- βλ. μεσ[ο]-) + κατάλ. υπερθ. -τατος (πρβλ. παλαίτατος)].
Dictionary of Greek. 2013.